- στιβάδειον
- στῐβάδ-ειον [ᾰ], τό,= στιβάδιον, prob. in Inscr.Perg.222.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιβάδειον — τὸ, Α βλ. στιβάδιον … Dictionary of Greek
στιβάδιον — και στιβάδειον, τὸ, Α [στιβάς, άδος] υποκορ. μικρή στιβάδα («στιβάδιον τι ποιησάμενος καὶ φύλλα ὑποβαλόμενος», Αππ.) … Dictionary of Greek